πρόπους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πρόπους | οἱ | πρόποδες |
γενική | τοῦ | πρόποδος | τῶν | προπόδων |
δοτική | τῷ | πρόποδῐ | τοῖς | πρόποσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | πρόποδᾰ | τοὺς | πρόποδᾰς |
κλητική ὦ! | πρόπους | πρόποδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρόποδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προπόδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πρόπους' όπως «πρόπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόπους αρσενικό
- που έχει μεγάλα πόδια
- (αστρονομία) αστέρας → δείτε τη λέξη Πρόπους στα «πόδια» του αστερισμού των Διδύμων
- υπώρεια, πρόποδες
- (ναυτικός όρος) η βάση του ιστίου
Πηγές[επεξεργασία]
- πρόπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόπους' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόπους' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόπους' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αστρονομία (αρχαία ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)