σιωπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιωπή οι σιωπές
      γενική της σιωπής των σιωπών
    αιτιατική τη σιωπή τις σιωπές
     κλητική σιωπή σιωπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιωπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σιωπή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.oˈpi/ & /sçoˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐ω‐πή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιωπή θηλυκό

  1. η απουσία ήχου, ιδιαίτερα ομιλίας
  2. (ως επιφώνημα) διαταγή ή προτροπή ή παράκληση σε κάποιον/κάποιους να σταματήσουν να μιλούν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]