συντηρητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντηρητισμός < συντηρητ(ικός) + -ισμός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conservatisme[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sin.di.ɾi.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντη‐ρη‐τι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντηρητισμός αρσενικό
- (πολιτική) απόψεις ή ενέργειες ενός συντηρητικού ατόμου ή συνόλου κυρίως στον πολιτικό ή κοινωνικό τομέα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συντηρητισμός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συντηρητισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)