τεχνήτιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

  • Χημικό στοιχείο: Tc
  • Ατομικός αριθμός : 43
  • Προηγούμενο = Mo
  • Επόμενο = Ru

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεχνήτιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική technetium < αρχαία ελληνική τεχνητός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεχνήτιο ουδέτερο στον ενικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεχνήτιο τα τεχνήτια
      γενική του τεχνήτιου των τεχνήτιων
    αιτιατική το τεχνήτιο τα τεχνήτια
     κλητική τεχνήτιο τεχνήτια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]