τραμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Τραμ στην Αθήνα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραμ < (άμεσο δάνειο) γαλλική tram < συγκοπή από την αγγλική tram-way

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾam/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραμ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]