τυρί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τυρί, τηρεί

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυρί τα τυριά
      γενική του τυριού των τυριών
    αιτιατική το τυρί τα τυριά
     κλητική τυρί τυριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λευκό τυρί (φέτα)
διάφορα τυριά σε κατάστημα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυρί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυρίν < ελληνιστική κοινή τυρίον (τυράκι) < αρχαία ελληνική τυρός + υποκοριστικό επίθημα -ίον < πρωτοελληνική *tūrós (μυκηναϊκή διάλεκτος : 𐀶𐀫: tu-ro /tūrós/) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuh₂-ró-s < *tewh₂- (φουσκώνω, διογκώνω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tiˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐ρί
ομόηχο: τηρεί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυρί ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]