υπολοχαγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπολοχαγός < αρχαία ελληνική ὑπολοχαγός. Συγχρονικά αναλύεται σε υπο- + λοχαγός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po.lo.xaˈɣos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπολοχαγός αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) Κατώτερος αξιωματικός του στρατού ξηράς με βαθμό ανώτερο του ανθυπολοχαγού και κατώτερο του λοχαγού. Συντομογραφία: υπλγός.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- επιλοχαγός
- λοχαγός (↑ανώτερος)
- πρωθυπολοχαγός
- ανθυπολοχαγός (↓κατώτερος)
- υπίατρος (υγειονομικό)
- υπίλαρχος (ιππικό / τεθωρακισμένα)
- ανθυποπλοίαρχος (πολεμικό ναυτικό / λιμενικό σώμα)
- υποσμηναγός (πολεμική αεροπορία)
- αντιπροϊσταμένη (αδελφές νοσοκόμες)
- βοηθός δικαστικός σύμβουλος Β΄ (δικαστικό)
- υπαστυνόμος Α΄ (αστυνομία)
- υποπυραγός (πυροσβεστική)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπολοχαγός