φθόριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

  • Χημικό στοιχείο: F
  • Ατομικός αριθμός : 9
  • Προηγούμενο = O
  • Επόμενο = Ne

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φθόριο < (καθαρεύουσα) φθόριον < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phthore < αρχαία ελληνική φθορά < φθείρω
ή (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική φθόριον (φάρμακο που καταστρέφει το έμβρυο) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φθόριο ουδέτερο στον ενικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φθόριο τα φθόρια
      γενική του φθορίου
φθόριου
των φθορίων
    αιτιατική το φθόριο τα φθόρια
     κλητική φθόριο φθόρια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]