φορμαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορμαλισμός < γαλλική formalisme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορμαλισμός αρσενικό
- η υπερεκτίμηση της αξίας του τύπου σε βάρος της ουσίας
- η προσκόλληση στις φόρμες, η τυπολατρία, η εμμονή στο ήδη μορφοποιημένο και τυπικό και γενικά αποδεκτό κατά το παρελθόν ή που το καθορίζει μια ανώτερη εξουσία στο παρόν, στηριζόμενη όμως σε σχήματα του παρελθόντος
- συμπεριφορά επιτρεπτή εντός συστήματος ή μεθοδολογία που το περιγράφει