φούρνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φούρνος οι φούρνοι
      γενική του φούρνου των φούρνων
    αιτιατική τον φούρνο τους φούρνους
     κλητική φούρνε φούρνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φούρνος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοῦρνος < λατινική furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷʰer- (θερμός)
Ένας σύγχρονος ηλεκτρικός φούρνος κουζίνας.
Διάφορα προϊόντα φούρνου.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfuɾ.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φούρ‐νος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φούρνος αρσενικό

  1. η κατασκευή ή συσκευή που περιλαμβάνει ένα χώρο, μέσα στον οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες για το ψήσιμο κεραμικών ή ψωμιού, φαγητού κ.λπ
  2. (μεταφορικά) ο χώρος με πολύ υψηλή θερμοκρασία, καμίνι
  3. το αρτοποιείο, το κατάστημα που όχι μόνον πουλάει αλλά και παρασκευάζει ψωμί ή ψήνει και φαγητά
    Πηγαίναμε το γιουβέτσι στο φούρνο της γειτονιάς και το παίρναμε ξεροψημένο, πεντανόστιμο καθώς γυρίζαμε από το μπάνιο.
    → δείτε και τον όρο πρατήριο άρτου που εμπορεύεται ψωμί ή γλυκίσματα χωρίς να τα παρασκευάζει
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]