elder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
elder (en)
- μεγαλύτερος[1] (σε ηλικία)
- αφροξυλιά
- σαμπούκα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
elder (en)
- συγκριτικός βαθμός του old