electoral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
electoral (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- εκλεκτορικός, εκλογικός
- ↪ Electoral rolls are revised every January.
- Οι εκλογικοί κατάλογοι ανασυντάσσονται κάθε Γενάρη.
- ↪ Electoral rolls are revised every January.
Πηγές[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
electoral (ro)