embêtement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
embêtement (fr)
- η στενοχώρια, ο μπελάς (λαϊκό)
J'ai eu un embêtement soudain. : είχα μια ξαφνική στενοχώρια.
embêtement (fr)
J'ai eu un embêtement soudain. : είχα μια ξαφνική στενοχώρια.