embêtement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

embêtement (fr)

J'ai eu un embêtement soudain. : είχα μια ξαφνική στενοχώρια.

Συγγενικά[επεξεργασία]

embêter