emballage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
emballage | emballages |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- emballage < emball(er) + -age
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ καθαρεύουσα: ἐμβαλλάγιον ⇘ νέα ελληνικά: αμπαλάγιο
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
emballage (fr) αρσενικό
- το αμπαλάζ, το πακετάρισμα, το περιτύλιγμα, η συσκευασία
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη balle