emballer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
emballer (fr)
- πακετάρω, αμπαλάρω, περιτυλίγω, συσκευάζω
- (οικείο) ενθουσιάζω
- ↪ Il veut venir avec nous : l'idée ne m'emballe pas.
- θέλει να έρθει μαζί μας: η ιδέα δεν με ενθουσιάζει.
- ↪ Il veut venir avec nous : l'idée ne m'emballe pas.
- ξελογιάζω, ρίχνω
- ↪ emballer une fille - ξελογιάζω μια κοπέλα, ρίχνω μια κοπέλα
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη balle