emballer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

emballer < (en-) em- + ball(e) + er

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑ̃.ba.le/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

emballer (fr)

  1. πακετάρω, αμπαλάρω, περιτυλίγω, συσκευάζω
  2. (οικείο) ενθουσιάζω
    Il veut venir avec nous : l'idée ne m'emballe pas.
    θέλει να έρθει μαζί μας: η ιδέα δεν με ενθουσιάζει.
  3. ξελογιάζω, ρίχνω
    emballer une fille - ξελογιάζω μια κοπέλα, ρίχνω μια κοπέλα

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη balle