empêchement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
empêchement empêchements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

empêchement (fr) αρσενικό

  1. εμπόδιο, μια αιτία να μην πραγματοποιηθεί κάτι που είχε προβλεφτεί
    il a téléphoné pour dire qu'il a eu un empêchement
    ~τηλεφώνησε για να πει ότι κάτι του συνέβη και δεν μπόρεσε να έρθει

Συγγενικά[επεξεργασία]