empêchement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
empêchement | empêchements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
empêchement (fr) αρσενικό
- εμπόδιο, μια αιτία να μην πραγματοποιηθεί κάτι που είχε προβλεφτεί
- il a téléphoné pour dire qu'il a eu un empêchement
- ~τηλεφώνησε για να πει ότι κάτι του συνέβη και δεν μπόρεσε να έρθει
- il a téléphoné pour dire qu'il a eu un empêchement
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη empêcher