empoissonnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αναθεώρηση : αμφισβητείται το αν η ελληνική λέξη που δίνεται ως μετάφραση είναι υπαρκτή. Βλέπε και Συζήτηση:ιχθυοδότηση. |
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃.pwa.sɔn.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
empoissonnement | empoissonnements |
empoissonnement (fr) αρσενικό