emprunteuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
emprunteuse | emprunteuses |
emprunteuse (fr) θηλυκό
- η δανειολήπτρια
- θηλυκό του emprunteur