enable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | enable |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enables |
αόριστος | enabled |
παθητική μετοχή | enabled |
ενεργητική μετοχή | enabling |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
enable (en)
- επιτρέπω
- καθιστώ ικανό, καθιστώ δυνατό, δίνω τη δυνατότητα
- (πληροφορική) ενεργοποιώ