encapsuler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

encapsuler < en + capsule

Ρήμα[επεξεργασία]

encapsuler (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη capsuler