engloutir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃.ɡlu.tiʁ/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
engloutir (fr) (pronominal: αντωνυμικό): s'engloutir
engloutir (fr) (pronominal: αντωνυμικό): s'engloutir