enquête
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
enquête | enquêtes |
enquête (fr)
Δείτε επίσης : Enquete, enquéte, enquêté |
ενικός | πληθυντικός |
enquête | enquêtes |
enquête (fr)