ensorcel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ensorcel (en)

  1. μαγεύω κάποιον
     συνώνυμα: bewitch, enchant
  2. δένω ή τυλίγω κάτι μ' ένα ριγμένο σκοινί

Συγγενικά[επεξεργασία]