ensue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ensue (en)

  1. (παρωχημένο) ακολουθώ (έναν ηγέτη, μια κλίση κλπ)
  2. επακολουθώ (ως αποτέλεσμα)
    Take three freshmen, 6 bottles of wine, and hilarity will ensue.