ensure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας ensure
γ΄ ενικό ενεστώτα ensures
αόριστος ensured
παθητική μετοχή ensured
ενεργητική μετοχή ensuring

Ρήμα[επεξεργασία]

ensure (en)

  1. (μεταβατικό) εξασφαλίζω, διασφαλίζω, σιγουρεύω
    I ensured him a good position.
    Του εξασφάλισα μια καλή θέση.
  2. (αμετάβατο) φροντίζω, κοιτάζω, εξασφαλίζω ότι κάτι είναι σωστό, κάτι έχει γίνει, ή κάτι θα γίνει
    Ensure that you do not break it/you are not late!
    Κοίτα να μην το σπάσεις/να μην αργήσεις!
    I ensure that I am always on time.
    Φροντίζω να είμαι πάντα στην ώρα μου.
    Ensure nobody leaves without paying.
    Φρόντισε να μη φύγει κανείς χωρίς να πληρώσει.
     συνώνυμα: make sure

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 302-303, 457-458, 948. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εξασφαλίζω, κοιτάζω, φροντίζω