ensure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | ensure |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ensures |
αόριστος | ensured |
παθητική μετοχή | ensured |
ενεργητική μετοχή | ensuring |
Ρήμα[επεξεργασία]
ensure (en)
- (μεταβατικό) εξασφαλίζω, διασφαλίζω, σιγουρεύω
- ↪ I ensured him a good position.
- Του εξασφάλισα μια καλή θέση.
- ↪ I ensured him a good position.
- (αμετάβατο) φροντίζω, κοιτάζω, εξασφαλίζω ότι κάτι είναι σωστό, κάτι έχει γίνει, ή κάτι θα γίνει
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 302-303, 457-458, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξασφαλίζω, κοιτάζω, φροντίζω