enteado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
enteado (pt) < λατινικό ante natu
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
enteado | enteados |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- ο θετός γιος, o υιοθετημένος