entente
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- entente < entendre < λατινική intendo < tendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
entente | ententes |
entente (fr) θηλυκό
- η συνεννόηση
- η συμμαχία
- η σύμπνοια