entonnoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- entonnoir < entonner
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
entonnoir | entonnoirs |
entonnoir (fr) αρσενικό
- το χωνί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη entonner