entorse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- entorse < αρχαίο γαλλικό ρήμα entordre
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
entorse | entorses |
entorse (fr) θηλυκό
- το διάστρεμμα
- (μεταφορικά) η παρέκκλιση
- une entorse au règlement - μια παρέκκλιση από τον κανονισμό