entorse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

entorse < αρχαίο γαλλικό ρήμα entordre

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑ̃.tɔʁs/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
entorse entorses

entorse (fr) θηλυκό

  1. το διάστρεμμα
  2. (μεταφορικά) η παρέκκλιση
    une entorse au règlement - μια παρέκκλιση από τον κανονισμό