entrave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
entrave | entraves |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
entrave (fr) θηλυκό
- το εμπόδιο
ενικός | πληθυντικός |
entrave | entraves |
entrave (fr) θηλυκό