entreprenant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- entreprenant < entreprendre
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entreprenant | entreprenants |
θηλυκό | entreprenante | entreprenantes |
entreprenant (fr)