envisageable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- envisageable < envisager
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
envisageable | envisageables |
envisageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί κανείς να οραματιστεί
- που μπορεί κανείς να προβλέψει