envisageable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

envisageable < envisager

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
envisageable envisageables

envisageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί κανείς να οραματιστεί
  2. που μπορεί κανείς να προβλέψει