erase
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | erase |
γ΄ ενικό ενεστώτα | erases |
αόριστος | erased |
παθητική μετοχή | erased |
ενεργητική μετοχή | erasing |
Ρήμα[επεξεργασία]
erase (en)
- σβήνω
- ↪ I erase the board - σβήνω τον πίνακα