escalate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | escalate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | escalates |
αόριστος | escalated |
παθητική μετοχή | escalated |
ενεργητική μετοχή | escalating |
Ρήμα[επεξεργασία]
escalate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εντείνω, κλιμακώνω, γίνομαι μεγαλύτερος, χειρότερος, πιο σοβαρός κτλ.· κάνω κάτι μεγαλύτερο, χειρότερο, πιο σοβαρό κτλ.