escape

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
escape escapes

escape (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δραπέτευση, η διαφυγή
    Who organized their escape?
    Ποιος οργάνωσε τη δραπέτευση τους;
    escape routes in case of fire - οδεύσεις διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς
     συνώνυμα: getaway
  2. το πλήκτρο "Esc" στο πληκτρολόγιο των υπολογιστών

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας escape
γ΄ ενικό ενεστώτα escapes
αόριστος escaped
παθητική μετοχή escaped
ενεργητική μετοχή escaping

escape (en)

  1. δραπετεύω, το σκάω
    The robbers escaped with a stolen car.
    Οι ληστές το 'σκασαν με ένα κλεμμένο αυτοκίνητο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flee
  2. αποφεύγω κάτι δυσάρεστο
  3. ξεφεύγω από κάτι
  4. διαφεύγω (για κάτι που δεν μπορούμε να θυμηθούμε)
  5. (πληροφορική) σταματώ μια διεργασία πατώντας το πλήκτρο "Esc" ή κάποιο άλλο συνδυασμό πλήκτρων

Πηγές[επεξεργασία]