esclavagisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
esclavagisme esclavagismes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

esclavagisme (fr) αρσενικό

  1. το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που βασίζεται στο δουλεμπόριο
  2. η θεωρία στην οποία πιστεύουν οι οπαδοί του δουλεμπόριου

Αντώνυμα[επεξεργασία]