espresso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- espresso < (άμεσο δάνειο) γαλλική express (το τρένο εξπρές)
- για τον καφέ εννοείται το ουσιαστικό caffè
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
espresso | espressi |
espresso (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
espresso (it)
- (καφές) καφές πεπιεσμένου ατμού
Υπώνυμα[επεξεργασία]
caffè, espresso: