esquisse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
esquisse | esquisses |
esquisse (fr) θηλυκό
- το σκίτσο, η πρόχειρη απεικόνιση, η σχηματοποίηση