essentiel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | essentiel | essentiels |
θηλυκό | essentielle | essentielles |
essentiel (fr)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
essentiel (fr) αρσενικό
- η ουσία