estampes

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: estompes

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

estampes (fr) θηλυκό

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

estampes (fr)

  1. β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του estamper
  2. β΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του estamper