esthéticien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- esthéticien < → δείτε τις λέξεις esthétique και -ien
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛs.te.ti.sjɛ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | esthéticien | esthéticiens |
θηλυκό | esthéticienne | esthéticiennes |
esthéticien (fr)