esthéticienne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- esthéticienne, θηλυκό του esthéticien
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
esthéticienne | esthéticiennes |
esthéticienne (fr) θηλυκό