esturgeon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
esturgeon | esturgeons |
esturgeon (fr) αρσενικό
- (ψάρι) ο οξύρρυγχος
ενικός | πληθυντικός |
esturgeon | esturgeons |
esturgeon (fr) αρσενικό