etimologo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | etimologo | etimologi |
θηλυκό | etimologa | etimologe |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- etimologo < λατινική etymolŏgu(m) < αρχαία ελληνική ετυμολόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
etimologo (it)