everyday

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

everyday (en)

  • καθημερινός, συνηθισμένος
    everyday users - καθημερινοί χρήστες
    everyday action - καθημερινή δράση
    everyday behaviour - καθημερινή συμπεριφορά
    everyday life - καθημερινή ζωή

Συγγενικά[επεξεργασία]