eviction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
eviction evictions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

eviction (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • (νομικός όρος) η έξωση
    The renters are seeking a ban on evictions.
    Οι ενοικιαστές ζητούν απαγόρευση των εξώσεων.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]