exégèse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exégèse | exégèses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exégèse (fr) θηλυκό
- η εξήγηση (ενός κειμένου)
ενικός | πληθυντικός |
exégèse | exégèses |
exégèse (fr) θηλυκό