exaggerator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- exaggerator < exaggerate
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exaggerator (en)
- ο, υπερβολικός, αυτός που υπερβάλλει
exaggerator (en)