examiner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
examiner | examiners |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
examiner (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛɡ.za.mi.ne/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
examiner (fr)