excavator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

excavator (en)

  1. o εκσκαφέας (όχημα)
  2. ο ανασκαφέας
    Marinatos was the original excavator of Santorini